- αξόρκιστος
- -η, -οαυτός που δεν ξορκίστηκε, δεν έγιναν ξόρκια εναντίον του: Το κακό, έλεγε, θέριεψε, γιατί έμεινε αξόρκιστο. Το αρσ. ως ουσ., ο αξόρκιστος (από ευφημισμό, αντί ο ξορκισμένος), ο Σατανάς: Τον έστειλα στον αξόρκιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.