αξόρκιστος

αξόρκιστος
-η, -ο
αυτός που δεν ξορκίστηκε, δεν έγιναν ξόρκια εναντίον του: Το κακό, έλεγε, θέριεψε, γιατί έμεινε αξόρκιστο. Το αρσ. ως ουσ., ο αξόρκιστος (από ευφημισμό, αντί ο ξορκισμένος), ο Σατανάς: Τον έστειλα στον αξόρκιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αξόρκιστος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο δεν έγιναν ξόρκια, που δεν εξουδετερώθηκε με εξορκισμό 2. το αρσ. ως ουσ. (ευφημ.) ο αξόρκιστος ο διάβολος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”